22.11.12

"Η Ελλάδα στη δίνη της κοινωνικής κρίσης."

Η εικόνα μιας χώρας σε ελεύθερη πτώση είναι αυτή που σκιαγραφεί με έρευνά του, το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).

Η έκθεση παρουσιάστηκε την Τετάρτη σε εκδήλωση με τίτλο «Η Ελλάδα στη δίνη της κοινωνικής κρίσης», που διοργάνωσε το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, σε συνεργασία με την Ένωση Ακολούθων Τύπου και την Ένωση Αποφοίτων ΕΣΔΔΑ στην αίθουσα Συνεδρίων της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας.

Και ποια είναι η ζοφερή εικόνα της χώρας, μετά από τρ
ία προγράμματα διάσωσης; Ιδού: «25% σωρευτικά περίπου η ύφεση, όσο 1,5 παγκόσμιος πόλεμος, 25% η ανεργία, η φτώχια στατιστικά έχει φτάσει στα ίδια επίπεδα, 30% ο κοινωνικός αποκλεισμός, 1,5 εκατομμύριο οι άνεργοι, 2 εκατομμύρια οι φτωχοί, 55% των νέων άνεργοι, 3 στους 4 ανέργους πάνω από τριάντα ετών».

Αυτοί είναι οι αριθμοί και τα ποσοστά «που προσδιορίζουν με έναν τεχνικό τρόπο τη φτώχεια και την ανεργία» όπως ανέφερε ο διοικητής του ΟΑΕΔ Ηλίας Κικίλιας, παρουσιάζοντας μέρος της έκδοσης. Για να συμπληρώσει ότι, πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν οι φωνές των ανέργων, των φτωχών, των κοινωνικά αποκλεισμένων, που περιλαμβάνονται στη συγκεκριμένη έκδοση.
Ειδικά στις οικογένειες με παιδιά που και οι δύο γονείς είναι άνεργοι το ποσοστό της φτώχειας είναι 57,8%, ενώ ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο της έρευνας είναι ότι το 1/3 του ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας που υπολογίζεται ότι δημιουργήθηκαν κατά τα έτη 1991-2008 χάθηκαν κατά την τελευταία διετία.

14.11.12

«Δε θέλω να είμαι αυτός που θα κρεμάσουν στο Σύνταγμα».

Λάβαμε το παρακάτω άθρο του Στάθη Διομήδη και το δημοσιεύουμε. Δίνει τη δική του ματιά στα γεγονότα των τελευταίων ημερών.

Στάθης Διομήδης

Τελικά η υποκρισία στον πολιτικό κόσμο της συμπολίτευσης δεν έχει όρια. Αρκούσε μια φράση του Στάθη Παναγούλη για να βάλει «φωτιά στα τόπια»! Τι είπε όμως που τόσο πολύ ενόχλησε τον καθωσπρεπισμό των κυβερνώντων και των γνωστών παπαγαλακίων των ΜΜΕ: ««εάν θέλετε πράγματι να βρούμε τα κλεμμένα, ας ψαχτούμε πρώτα εμείς εδώ μέσα από το ’74 μέχρι σήμερα» και αφού διευκρίνισε πρώτα πως εκφράζει την προσωπική του άποψη και όχι του ΣΥΡΙΖΑ ή του Αλέξη Τσίπρα, συμπλήρωσε:  «να παρακαλάτε να περάσετε από ειδικό δικαστήριο. Αυτό σας εύχομαι και εγώ προσωπικά, παρά να βρείτε ορισμένοι από εσάς το τέλος του πρεσβευτή των ΗΠΑ πριν λίγους μήνες στη Λιβύη. Καλή σας τύχη».

Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κάποιος για τον Παναγούλη είπε ότι ακριβώς λένε στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους πολλοί βουλευτές της συμπολίτευσης.
Δεν υιοθετώ τη φράση του Παναγούλη, άλλωστε εγώ είμαι υπέρ της δικαιοσύνης και των ΔΙΚΑΙΩΝ δικών, αλλά δεν μπορώ να υιοθετήσω και την υποκρισία των «θιγμένων».

Ναι, εμπεριέχει υπερβολή η αναφορά του, στο τραγικό τέλος του πρέσβη στη Λιβύη.
Ναι πράγματι σόκαρε αυτή η αναφορά. Φαίνεται ότι η συναλλαγή με συμφέροντα ντόπιου και ξένου κατεστημένου, δεν αφήνει χρόνο σε μεγάλη μερίδα βουλευτών να ακούσουν όμως τι λέει και ο Λαός. Γιατί πλέον μεγάλη μερίδα κόσμου, απαιτεί τιμωρία και μάλιστα παραδειγματική όσων έφεραν την πατρίδα και το Λαό σε αυτή την κατάσταση.

Πράγματι για αυτή την λεκτική υπερβολή του Παναγούλη εξοργίσθηκαν κυρίως οι κυβερνητικοί βουλευτές. Κανέναν όμως δεν ενόχλησε η αναφορά του Παναγούλη σχετικά με το ότι τα κλεμμένα του Ελληνικού Λαού βρίσκονται σε τσέπες κάποιων που πέρασαν από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Γιατί άραγε δεν ενόχλησε κανέναν αυτή η αναφορά;

Δεν το άκουσαν; Δεν το καταλάβαν; Συμφωνούν; Είναι έτσι άρα ποιος να ασχοληθεί; Ή μήπως αντέδρασαν για τον πρέσβη ώστε να χαθεί από τη δημοσιότητα η καταγγελία του Παναγούλη για τα κλεμμένα; Θα είχε ενδιαφέρον να μας απαντήσει κάποιος από τους «θιγέντες»… Μήπως τελικά το μένος που υπήρξε από τους συναδέλφους του ήταν γιατί τους είπε ότι αυτοί τα ΈΦΑΓΑΝ;

Στις 22/10 ο Στουρνάρας είχε δηλώσει ότι: «H μόνη σωτηρία είναι η δόση, αν δεν την πάρουμε θα πεινάσουμε» ενώ στις 19/8 ο Στουρνάρας είχε δηλώσει ότι:  «δε θέλω να είμαι αυτός που θα κρεμάσουν στο Σύνταγμα». Σιγή ιχθύος από το κατεστημένο. Δεν ενόχλησε κανέναν.

Στις 26/6/2011 είχε κάνει την παρακάτω δήλωση ο τότε Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Πάγκαλος: «Αν δεν ψηφιστεί το μεσοπρόθεσμο θα γυρίσουμε στη δραχμή και θα χρειαζόταν τα τανκς να προστατεύσουν τις τράπεζες από τους πολίτες». Σιγή ιχθύος από το κατεστημένο.

Στις 10/2 2012 ο Παπαδήμος, (κατασκεύασμα του Σημίτη), έλεγε ότι αν δεν ψηφιστεί το δεύτερο μνημόνιο οι Έλληνες θα μείνουν χωρίς μισθούς, φάρμακα και καύσιμα.
«Μέχρι τις 16 Νοεμβρίου αντέχουν τα αποθεματικά της χώρας. Το αίμα της οικονομίας που είναι η ρευστότητα έχει φτάσει στο μηδέν» έλεγε ο εκβιαστής Σαμαράς στις 20/10, πριν λίγες ημέρες. Σιγή ιχθύος το κατεστημένο.

Και τόσα και τόσα άλλα που έχουν πει κατά καιρούς οι εκβιαστές που κυβερνούν.

Η αισθητική της κυβέρνησης και των βουλευτών όμως δεν ενοχλείται και δεν προσβάλλεται από τις πιο πάνω δηλώσεις αλλά και όταν: Κόβουν τα πολυτεκνικά επιδόματα, κόβουν τις συντάξεις των 400 ευρώ, φθάνει η ανεργία στο 25,4% με 1.267.595 ανέργους, αυτοκτονούν καθημερινώς άνθρωποι λόγω της οικονομικής κρίσης και τους εκβιασμούς του κράτους, φεύγουν κατά χιλιάδες μετανέστες οι νέοι άνθρωποι, εκχωρούν Εθνική Κυριαρχία στο νεογερμανικό οικονομικό επεκτατισμό.

Η αισθητική της κυβέρνησης και των βουλευτών όμως δεν ενοχλείται και δεν προσβάλλεται όταν: οι ίδιοι εισπράττουν καθαρά πάνω από 80.000 ευρώ το χρόνο σχεδόν αφορολόγητα ενώ ταυτόχρονα κόβουν τα φάρμακα από τους νεφροπαθείς, διαλύουν την υγεία, την παιδεία και το κοινωνικό κράτος και ξεπουλούν πλουτοπαραγωγικές πηγές και στρατηγικούς τομείς της χώρας.

Η αισθητική της κυβέρνησης και των βουλευτών όμως δεν ενοχλείται και δεν προσβάλλεται όταν: ασκείται κρατική βία και καταστολή σε όσους διαδηλώνουν ανά την Ελλάδα, εκβιάζουν, τρομοκρατούν και ουσιαστικά λιντσάρουν το ΛΑΟ.
  
Υ.Γ. Αντώνη τη μια μιλάς με το Θεό, την άλλη επικαλείσαι το Λένιν. Μην το αφήνεις έτσι να το κοιτάξεις…

5.11.12

Ποιός θα είναι ο νικητής;

Διεκδικώντας μία δεύτερη προεδρική θητεία, ο Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία με ένα σύνθημα ελπίδας, καλείται να υπερασπισθεί έναν απολογισμό έργου που έχει απογοητεύσει ορισμένους ψηφοφόρους, αλλά και να συνεχίσει να ενσαρκώνει την αλλαγή. «Η πρόοδος είναι δύσκολη. Η αλλαγή μπορεί να είναι αργή», παραδέχεται ο Μπαράκ Ομπάμα τη στιγμή που ο Μιτ Ρόμνεϊ τον κατηγορεί ότι δεν τήρησε την υπόσχεσή του να ενώσει τους Αμερικανούς και κυρίως να επιτύχει την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας. Αλλά «εάν θέλετε να συνεχίσετε να πιστεύετε στο όραμα αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών που έχουμε στην καρδιά μας, η αλλαγή θα έρθει», λέει ο Μπαράκ Ομπάμα, την ώρα που τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων καταγράφουν την απογοήτευση των ψηφοφόρων έπειτα από τέσσερα χρόνια της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης από τη δεκαετία του 1930.

Οι συνομιλητές του τον περιγράφουν συγκρατημένο, εγκεφαλικό αλλά και πολύ ανταγωνιστικό, που απεχθάνεται να χάνει τόσο στην πολιτική, όσο και στο μπάσκετ. Ο Μπαράκ Ομπάμα βεβαιώνει ότι διατηρεί την ιερή φλόγα, παρά την κακή του επίδοση κατά τη διάρκεια της πρώτης τηλεοπτικής αναμέτρησης με τον Ρόμνεϊ, η οποία ήγειρε ερωτηματικά για την μαχητικότητα ενός πολιτικού ηγέτη που δεν τον αφορούν οι ίντριγκες της Ουάσινγκτον ούτε οι φλυαρίες των τηλεοπτικών δικτύων διαρκούς ενημέρωσης.
Ο Μπαράκ Χουσέιν Ομπάμα, γιος μίας Αμερικανίδας και ενός Κενυάτη, εμφανίσθηκε στο πολιτικό προσκήνιο κατά το συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος το 2004 στη Βοστόνη, το οποίο έδωσε το χρίσμα στον Τζον Κέρι για να αναμετρηθεί με τον Τζορτζ Μπους, υπερασπιζόμενος μία συναινετική προσέγγιση της πολιτικής που συνεγείρει και κάνει αίσθηση. Ο Μπαράκ Ομπάμα γεννήθηκε τον Αύγουστο 1961 στη Χαβάη. Το 2004 είναι ήδη επί επτά χρόνια εκπρόσωπος του νότιου τομέα του Σικάγο στην Γερουσία του Ιλινόι. Στις αρχές του 2005, εκλέγεται στην αμερικανική Γερουσία και χάρις στην χαρισματική του προσωπικότητα και την ευγλωττία του, γίνεται το αγαπημένο παιδί των μέσων ενημέρωσης.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, νικά την Χίλαρι Κλίντον, παίρνει το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος και στη συνέχεια θριαμβεύει επί του βετεράνου Ρεπουμπλικάνου Τζον Μακέιν και διαδέχεται στα 47 του χρόνια τον Τζορτζ Μπους στον Λευκό Οίκο. Οι ΗΠΑ επέλεξαν «την ελπίδα από τον φόβο», είπε ο Μπαράκ Ομπάμα κατά την ομιλία του μετά την ορκωμοσία στις 20 Ιανουαρίου 2009 ενώπιον δύο εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν συγκεντρωθεί στο κέντρο στην Ουάσινγκτον.
Ωστόσο, η άσκηση της εξουσίας είναι συχνά πηγή απογοήτευσης για τον απόφοιτο του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, δικηγόρο και καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, ιδιαίτερα από τότε που οι Ρεπουμπλικανοί εξασφάλισαν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων στο τέλος του 2010 και άρχισαν να εφαρμόζουν τις υποσχέσεις τους για την περικοπή των δαπανών χωρίς την αύξηση των φόρων.

Ο Μπαράκ Ομπάμα μπορεί να επιδείξει σεβαστό έργο, με την φιλόδοξη μεταρρύθμιση του συστήματος της υγείας. Όμως η ανεργία έχει αυξηθεί κατά 2,8% σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση και το ομοσπονδιακό χρέος έχει αυξηθεί κατά 50% από το 2009. Είναι ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που εκφράζει την υποστήριξή του προς τον γάμο των ομοφυλοφίλων, τερματίζει το ταμπού για τους ομοφυλόφιλους στον στρατό, αλλά δεν κατορθώνει να επιτύχει την υιοθέτηση μίας μεταρρύθμισης για τη μετανάστευση, ούτε το πρόγραμμα μετάβασης στην «πράσινη» ενέργεια.
Στην εξωτερική πολιτική, αυτός που τάχθηκε για πρώτη φορά το 2002 κατά του πολέμου στο Ιράκ, τήρησε την υπόσχεσή του στο τέλος του 2011 για την αποχώρηση των αμερικανών στρατιωτών. Αντίθετα, στο Αφγανιστάν τριπλασίασε τουλάχιστον για ένα χρόνο τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις για να υλοποιήσουν τον πόλεμο κατά της αλ Κάιντα, έναν στόχο που επεκτάθηκε στο γειτονικό Πακιστάν με τον μυστικό πόλεμο των μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Τον Μάιο 2011, θριάμβευσε με την επιχείρηση εξόντωσης του Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Όπως και όλοι οι προκάτοχοί του, δεν πέτυχε καμία πρόοδο στην αραβοϊσραηλινή διένεξη, η οποία περιπλέχτηκε από την αραβική άνοιξη, ούτε και στο θέμα της κρίσης με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Όλα αυτά με φόντο τις δύσκολες σχέσεις της Ουάσινγκτον με τη Μόσχα και το Πεκίνο. Ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της πρώτης παγκόσμιας υπερδύναμης 150 χρόνια μετά την κατάργηση της δουλείας και μισό αιώνα μετά την κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ο Μπαράκ Ομπάμα, τα μαλλιά του οποίου έχουν ασπρίσει πολύ από την εγκατάστασή του στον Λευκό Οίκο, προβάλλει την εικόνα ενός καθημερινού ανθρώπου με σκηνές μίας κανονικής ζωής, παίζοντας γκολφ, πίνοντας μπύρα και βγάζοντας βόλτα τον σκύλο του. Υπερηφανεύεται ότι σταματά τη δουλειά του για να δειπνήσει με την οικογένειά του, την εδώ και 20 χρόνια σύζυγό του και λαμπρή δικηγόρο Μισέλ Ομπάμα και τις δύο κόρες τους Μαλία, 14 ετών και Σάσα, 11 ετών.

Από την άλλη, είτε ο Μιτ Ρόμνεϊ γίνει είτε όχι ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ένα είναι σίγουρο: ο πολυεκατομμυριούχος πρώην επιχειρηματίας θα συμπληρώσει την ερχόμενη Τρίτη σχεδόν έξι χρόνια προεκλογικής εκστρατείας, μιας εκστρατείας την οποία έχει σηματοδοτήσει η έντονη επιθυμία να ξεφορτωθεί την εικόνα του απόμακρου άνδρα και του καιροσκόπου.
Στα 65 του χρόνια, ο μορμόνος πατέρας πέντε παιδιών, ο οποίος έχει γίνει 18 φορές παππούς, έχει πάρα πολλές επαγγελματικές επιτυχίες στο ενεργητικό του: είναι πτυχιούχος του Χάρβαρντ, ένας εξαιρετικά χαρισματικός σύμβουλος, ένας αξιοθαύμαστος διευθυντής, αυτός που έσωσε τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Σολτ Λέικ Σίτι το 2002 από την χρεοκοπία και επίσης ο Ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης της πολιτείας της Μασαχουσέτης από το 2003 ως το 2007.
Μόνον η πολιτική του επεφύλαξε κάποιες ατυχίες. Μια ήττα το 1994 όταν ήταν υποψήφιος για τη Γερουσία και μια πρώτη αποτυχημένη υποψηφιότητα για τις προεδρικές του 2008, την οποία εγκατέλειψε στις προκριματικές εκλογές απέναντι στον Τζον Μακέιν.

Ο Μιτ Ρόμνεϊ δεν έχει παύσει έκτοτε να είναι ο «υποψήφιος Ρόμνεϊ» και μια ήττα το βράδυ της 6ης Νοεμβρίου θα σημάνει αναμφίβολα το τέλος της ακαταπόνητης αυτής εκστρατείας του για να πείσει την Αμερική να αναδείξει στο ύπατο αξίωμα της χώρας αυτόν που έχει στο ενεργητικό του τόσες πολλές διασώσεις επιχειρήσεων. Ωστόσο τα εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια που έχουν δαπανηθεί σε διαφημίσεις δεν κατάφεραν ποτέ να τον απαλλάξουν από την εικόνα του επιφυλακτικού, ακόμη και άκαμπτου ανθρώπου, ούτε να σβήσουν από τη μνήμη τις πολλές ιδεολογικές του μεταβολές. Ο «πραγματικός» Ρόμνεϊ είναι ο αθεράπευτα μετριοπαθής, ο άλλοτε υποστηρικτής του δικαιώματος στην άμβλωση, τον οποίο εμπαίζανε οι αντίπαλοί του στις προκριματικές των Ρεπουμπλικάνων; Ή είναι ο εξτρεμιστής της δεξιάς που είναι βαθιά προσηλωμένος στις δρακόντειες δημοσιονομικές περικοπές;

Γεννηθείς το 1947 στο Ντιτρόιτ, την πρωτεύουσα του αυτοκινήτου στο Μίσιγκαν, στις βόρειες ΗΠΑ, ο Ουίλαρντ Μιτ Ρόμνεϊ έρχεται αντιμέτωπος με την πολιτική στα 15 του χρόνια, όταν συνοδεύει τον πατέρα του Τζορτζ στην επιτυχημένη προεκλογική του εκστρατεία για τη θέση του κυβερνήτη. Ο γιος Ρόμνεϊ θα δει αργότερα την αποτυχία του πατέρα του απέναντι στον Ρίτσαρντ Νίξον στις προκριματικές εκλογές του 1968. Την σύζυγό του, Αν Ντέιβις, την συναντάει το 1965. Εκείνη είναι μόλις 15 ετών. Οι δύο νεαροί ερωτευμένοι θα παντρευτούν το 1969 όταν επιστρέψει ο Ρόμνεϊ από την ιεραποστολή του στη Γαλλία για δυόμισι χρόνια: Χάβρη, Μπορντό και Παρίσι. Για τριάντα μήνες, ο Ρόμνεϊ εργάζεται από το πρωί ως το βράδυ για να προσηλυτίσει τους Γάλλους σε αυτήν την θρησκεία που προέρχεται από την Αμερική. Τον Ιούνιο του 1968, ένα αυτοκίνητο πέφτει πάνω στο Citroen DS που οδηγεί. Ένας χωροφύλακας τον κηρύσσει νεκρό. Η συνοδηγός του στο αυτοκίνητο πεθαίνει, αλλά ο Ρόμνεϊ γλιτώνει από το δυστύχημα.
Μόλις επιστρέφει, το ζευγάρι εγκαθίσταται στο Μπέλμοντ, κοντά στη Βοστόνη, στη Μασαχουσέτη, όπου ο Ρόμνεϊ μπαίνει στο καλύτερο πανεπιστήμιο στη χώρα, το Χάρβαρντ, από όπου παίρνει δύο μάστερ στη διοίκηση επιχειρήσεων και στο δίκαιο το 1975. Ως ανερχόμενο αστέρι στον τομέα των συμβούλων, εισέρχεται στον όμιλο Boston Consulting Group και στη συνέχεια στην Bain & Company το 1977, όπου εντυπωσιάζει τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο Μπιλ Μπέιν, ο οποίος του εμπιστεύεται τη διεύθυνση μιας νέας εταιρείας, της Bain Capital, το 1984.

Για 15 χρόνια, η Bain Capital αποφέρει πλούτο στον Μιτ Ρόμνεϊ και του χαρίζει τη φήμη του λαμπρού επιχειρηματία, την οποία επικαλείται σήμερα για να επιλύσει τα προβλήματα της χώρας. «Πέρασα τη ζωή μου στον ιδιωτικό τομέα, όχι στον δημόσιο. Είμαι ένας άνθρωπος που με την εμπειρία του θέλει να βοηθήσει τους Αμερικανούς», επαναλαμβάνει.
Οι τοποθετήσεις των κεφαλαίων της Bain Capital σημειώνουν μεγάλες επιτυχίες, όπως αυτή των καταστημάτων με έπιπλα γραφείου Staples, αλλά ορισμένες πολύ προσοδοφόρες για τους επενδυτές τους αναδιαρθρώσεις θα οδηγήσουν σε απολύσεις, οι οποίες θα ζημιώσουν τον απολογισμό του υποψηφίου για τις προεδρικές εκλογές.
Άλλη μια επιτυχία που εγγράφεται επίσης στο βιογραφικό του Ρόμνεϊ είναι όταν το 1999 εγκαταλείπει την Bain Capital για να αναλάβει τη διάσωση των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Σολτ Λέικ Σίτι το 2002, όπου επιτυγχάνει την αποκατάσταση της ισορροπίας των δημοσιονομικών τους.
Όμως ο Μιτ έχει και καρδιά και τα κοντινά του πρόσωπα κινητοποιήθηκαν κατά την προεκλογική του εκστρατεία για να περιγράψουν στους ψηφοφόρους τον «πραγματικό» Ρόμνεϊ: το πειραχτήρι, τον απερίσπαστο και ακέραιο άνθρωπο.
Οι προεκλογικές του συγκεντρώσεις ξεκινούν με μια ταινία με ανάμεικτα οικογενειακά βίντεο και συνεντεύξεις-εξομολογήσεις, στις οποίες ο Μιτ και η Αν διηγούνται με δάκρυα στα μάτια τα πρώτα τους ραντεβού, μιλούν για την σκλήρυνση κατά πλάκας της Αν και για τις δουλειές του ποδαριού που έκανε ο Μιτ για να βγάλει μερικά δολάρια.
Η γενναιοδωρία του Μιτ δεν είναι ψεύτικη, διηγούνται ο Σκοτ Χέλμαν και ο Μάικλ Κράνις στην βιογραφία που έγραψαν «Ο Πραγματικός Ρόμνεϊ» (The Real Romney).
Από το 1986 ως το 1994, ο Μιτ Ρόμνεϊ ηγείται του αντίστοιχου της επισκοπής για τους μορμόνους στην Βοστόνη, ένα αξίωμα διοικητικό και θρησκευτικό που τον οδηγεί να βοηθήσει τα μέλη του εκκλησιάσματός του.
Σε ιδιωτικό επίπεδο, αυξάνει τις αλτρουιστικές του πράξεις, χρηματοδοτώντας τις σπουδές των παιδιών μιας οικογένειας που έχει ανάγκη, ή ξαγρυπνώντας στο προσκέφαλο στο νοσοκομείο ενός μικρού αγοριού που είναι καταδικασμένο από τη λευχαιμία.
Όμως ο Ρόμνεϊ ασκεί επίσης πιέσεις σε μια ανύπανδρη μητέρα να εμπιστευτεί το παιδί που θα γεννήσει στην υπηρεσία υιοθεσιών της εκκλησίας, το οποίο αυτή αρνείται. Ο Μιτ Ρόμνεϊ ελπίζει τώρα πια στο επιστέγασμα της επιτυχημένης του πορείας: να γίνει ο πρώτος μορμόνος πρόεδρος των ΗΠΑ. Αυτό ήταν το μόνο αποτυχημένο στάδιο της σταδιοδρομίας του πατέρα του.

Ομιλία Τσίπρα.

Από τις καλύτερες ομιλίες του Αλ. Τσίπρα. Γνωρίζει πώς να διαμορφώνει τα μηνύματα αλλά και να τα επικοινωνεί. Όσο περνάει ο καιρός ενσωματώνει αυτό που σκέπτεται ο πολίτης στον λόγο του. Η ηρεμία και η σταθερότητα στα συν του.

2.11.12

Economist: Να ψηφιστεί ο "διάβολος που γνωρίζουμε".


Ο Economist, το βρετανικό εβδομαδιαίο περιοδικό που ασκεί σημαντική επιρροή στον κόσμο των επιχειρήσεων, κάλεσε σήμερα να ψηφιστεί, με λιγότερο όμως ενθουσιασμό από ότι το 2008, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα "ο διάβολος που γνωρίζουμε".

Το φιλελεύθερο περιοδικό, που κυκλοφορεί κάθε Παρασκευή, εκτιμά σε κύριο άρθρο που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του ότι η αντίπαλος του Μπαράκ Ομπάμα, ο Ρεπουμπλικάνος Μιτ Ρόμνεϊ "δεν κάνει για τη δουλειά αυτή".

FOUR years ago, The Economist endorsed Barack Obama for the White House with enthusiasm. So did millions of voters. Next week Americans will trudge to the polls far less hopefully. So (in spirit at least) will this London-based newspaper. Having endured a miserably negative campaign, the world’s most powerful country now has a much more difficult decision to make than it faced four years ago.
That is in large part because of the woeful nature of Mr Obama’s campaign. A man who once personified hope and centrism set a new low by unleashing attacks on Mitt Romney even before the first Republican primary. Yet elections are about choosing somebody to run a country. And this choice turns on two questions: how good a president has Mr Obama been, especially on the main issues of the economy and foreign policy? And can America really trust the ever-changing Mitt Romney to do a better job? On that basis, the Democrat narrowly deserves to be re-elected.

The changeling
Mr Obama’s first term has been patchy. On the economy, the most powerful argument in his favour is simply that he stopped it all being a lot worse. America was in a downward economic spiral when he took over, with its banks and carmakers in deep trouble and unemployment rising at the rate of 800,000 a month. His responses—an aggressive stimulus, bailing out General Motors and Chrysler, putting the banks through a sensible stress test and forcing them to raise capital (so that they are now in much better shape than their European peers)—helped avert a Depression. That is a hard message to sell on the doorstep when growth is sluggish and jobs scarce; but it will win Mr Obama some plaudits from history, and it does from us too.
Two other things count, on balance, in his favour. One is foreign policy, where he was also left with a daunting inheritance. Mr Obama has refocused George Bush’s “war on terror” more squarely on terrorists, killing Osama bin Laden, stepping up drone strikes (perhaps too liberally, see article) and retreating from Iraq and Afghanistan (in both cases too quickly for our taste). After a shaky start with China, American diplomacy has made a necessary “pivot” towards Asia. By contrast, with both the Israeli-Palestinian dispute and his “reset” with Russia, he overreached and underdelivered. Iran has continued its worrying crawl towards nuclear weapons.
All these problems could have been anticipated. The Arab spring could not. Here Mr Obama can point to the ousting of tyrants in Egypt and Libya, but he has followed events rather than shaping them, nowhere more so than with the current carnage in Syria. Compared with, say, George Bush senior, who handled the end of the cold war, this aloof, disengaged man is no master diplomat; set beside the younger Bush, however, Mr Obama has been a safe pair of hands.

The other qualified achievement is health reform. Even to a newspaper with no love for big government, the fact that over 40m people had no health coverage in a country as rich as America was a scandal. “Obamacare” will correct that, but Mr Obama did very little to deal with the system’s other flaw—its huge and unaffordable costs. He surrendered too much control to left-wing Democrats in Congress. As with the gargantuan Dodd-Frank reform of Wall Street, Obamacare has generated a tangle of red tape—and left business to deal with it all.
It is here that our doubts about Mr Obama set in. No administration in many decades has had such a poor appreciation of commerce. Previous Democrats, notably Bill Clinton, raised taxes, but still understood capitalism. Bashing business seems second nature to many of the people around Mr Obama. If he has appointed some decent people to his cabinet—Hillary Clinton at the State Department, Arne Duncan at education and Tim Geithner at the Treasury—the White House itself has too often seemed insular and left-leaning. The obstructive Republicans in Congress have certainly been a convenient excuse for many of the president’s failures, but he must also shoulder some blame. Mr Obama spends regrettably little time buttering up people who disagree with him; of the 104 rounds of golf the president has played in office, only one was with a Republican congressman.
Above all, Mr Obama has shown no readiness to tackle the main domestic issue confronting the next president: America cannot continue to tax like a small government but spend like a big one. Mr Obama came into office promising to end “our chronic avoidance of tough decisions” on reforming its finances—and then retreated fast, as he did on climate change and on immigration. Disgracefully, he ignored the suggestions of the bipartisan Bowles-Simpson deficit commission that he himself set up. More tellingly, he has failed to lay out a credible plan for what he will do in the next four years. Virtually his entire campaign has been spent attacking Mr Romney, usually for his wealth and success in business.

Many a Mitt makes a muddle
Mr Obama’s shortcomings have left ample room for a pragmatic Republican, especially one who could balance the books and overhaul government. Such a candidate briefly flickered across television screens in the first presidential debate. This newspaper would vote for that Mitt Romney, just as it would for the Romney who ran Democratic Massachusetts in a bipartisan way (even pioneering the blueprint for Obamacare). The problem is that there are a lot of Romneys and they have committed themselves to a lot of dangerous things.
Take foreign policy. In the debates Mr Romney stuck closely to the president on almost every issue. But elsewhere he has repeatedly taken a more bellicose line. In some cases, such as Syria and Russia (see article), this newspaper would welcome a more robust position. But Mr Romney seems too ready to bomb Iran, too uncritically supportive of Israel and cruelly wrong in his belief in “the Palestinians not wanting to see peace”. The bellicosity could start on the first day of his presidency, when he has vowed to list China as a currency manipulator—a pointless provocation to its new leadership that could easily degenerate into a trade war.
Or take reducing the deficit and reforming American government. Here there is more to like about Mr Romney. He generally believes in the smaller state we would rather see; he would slash red tape and his running-mate, Paul Ryan, has dared to broach much-needed entitlement reform.
Yet far from being the voice of fiscal prudence, Mr Romney wants to start with huge tax cuts (which will disproportionately favour the wealthy), while dramatically increasing defence spending. Together those measures would add $7 trillion to the ten-year deficit. He would balance the books through eliminating loopholes (a good idea, but he will not specify which ones) and through savage cuts to programmes that help America’s poor (a bad idea, which will increase inequality still further). At least Mr Obama, although he distanced himself from Bowles-Simpson, has made it clear that any long-term solution has to involve both entitlement reform and tax rises. Mr Romney is still in the cloud-cuckoo-land of thinking you can do it entirely through spending cuts: the Republican even rejected a ratio of ten parts spending cuts to one part tax rises. Backing business is important, but getting the macroeconomics right matters far more.
Mr Romney’s more sensible supporters explain his fiscal policies away as necessary rubbish, concocted to persuade the fanatics who vote in the Republican primaries: the great flipflopper, they maintain, does not mean a word of it. Of course, he knows in current circumstances no sane person would really push defence spending, projected to fall below 3% of GDP, to 4%; of course President Romney would strike a deal that raises overall tax revenues, even if he cuts tax rates.

You’d better believe him
However, even if you accept that Romneynomics may be more numerate in practice than it is in theory, it is far harder to imagine that he will reverse course entirely. When politicians get elected they tend to do quite a lot of the things they promised during their campaigns. François Hollande, France’s famously pliable new president, was supposed to be too pragmatic to introduce a 75% top tax rate, yet he is steaming ahead with his plan. We weren’t fooled by the French left; we see no reason why the American right will be more flexible. Mr Romney, like Mr Hollande, will have his party at his back—and a long record of pandering to them.
Indeed, the extremism of his party is Mr Romney’s greatest handicap. The Democrats have their implacable fringe too: look at the teachers’ unions. But the Republicans have become a party of Torquemadas, forcing representatives to sign pledges never to raise taxes, to dump the chairman of the Federal Reserve and to embrace an ever more Southern-fried approach to social policy. Under President Romney, new conservative Supreme Court justices would try to overturn Roe v Wade, returning abortion policy to the states. The rights of immigrants (who have hardly had a good deal under Mr Obama) and gays (who have) would also come under threat. This newspaper yearns for the more tolerant conservatism of Ronald Reagan, where “small government” meant keeping the state out of people’s bedrooms as well as out of their businesses. Mr Romney shows no sign of wanting to revive it.

The devil we know
We very much hope that whichever of these men wins office will prove our pessimism wrong. Once in the White House, maybe the Romney of the mind will become reality, cracking bipartisan deals to reshape American government, with his vice-president keeping the headbangers in the Republican Party in line. A re-elected President Obama might learn from his mistakes, clean up the White House, listen to the odd businessman and secure a legacy happier than the one he would leave after a single term. Both men have it in them to be their better selves; but the sad fact is that neither candidate has campaigned as if that is his plan.
As a result, this election offers American voters an unedifying choice. Many of The Economist’s readers, especially those who run businesses in America, may well conclude that nothing could be worse than another four years of Mr Obama. We beg to differ. For all his businesslike intentions, Mr Romney has an economic plan that works only if you don’t believe most of what he says. That is not a convincing pitch for a chief executive. And for all his shortcomings, Mr Obama has dragged America’s economy back from the brink of disaster, and has made a decent fist of foreign policy. So this newspaper would stick with the devil it knows, and re-elect him.

Στη φυλακή.

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αν το επίσημο Κράτος λειτουργούσε και μπορούσε να διακρίνει τους Επιχειρηματίες με το έψιλον κεφαλαίο από τους "επιχειρηματίες" λαμόγια, τότε πολλά από τα δεινά που ζούμε θα τα είχαμε αποφύγει. Το πρότυπο του νέου επιχειρηματία με τα αστραφτερά αυτοκίνητα, τα πούρα και τις βίζιτες, που λιάζεται στη Μύκονο αλλά κατακλέβει το Δημόσιο, είναι (και) αυτό που οδήγησε τη δύσμοιρη χώρα στον πάτο. Άντε λοιπόν στη φυλακή, αλλά όπως ο πολύς Μπέρναρντ Μέιντοφ που εκτίει κάθειρξη 150 ετών επειδή έπαιξε και έχασε στις αγορές, πολλά δισ. δολάρια των αμερικανών πολιτών.

Worth

Στη 13η θέση της λίστας των 100 πιο ισχυρών παραγόντων στην παγκόσμια οικονομία, βρίσκεται ο πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, σύμφωνα με το περιοδικό ''WORTH'', για τις διεθνείς αγορές.
Στη 12η θέση, πάνω από τον Αντώνη Σαμαρά, βρίσκεται ο Ισπανός πρωθυπουργός , Μαριάνο Ραχόι, μετά από τον Μάριο Ντράγκι, Άνγκελα Μέρκελ, τον Μπαράκ Ομπάμα και την Κριστίν Λαγκάρντ.

Τιμή στον Οδ. Ελύτη από τη Google.