Διεκδικώντας μία δεύτερη προεδρική θητεία, ο Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία με ένα σύνθημα ελπίδας, καλείται να υπερασπισθεί έναν απολογισμό έργου που έχει απογοητεύσει ορισμένους ψηφοφόρους, αλλά και να συνεχίσει να ενσαρκώνει την αλλαγή. «Η πρόοδος είναι δύσκολη. Η αλλαγή μπορεί να είναι αργή», παραδέχεται ο Μπαράκ Ομπάμα τη στιγμή που ο Μιτ Ρόμνεϊ τον κατηγορεί ότι δεν τήρησε την υπόσχεσή του να ενώσει τους Αμερικανούς και κυρίως να επιτύχει την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας. Αλλά «εάν θέλετε να συνεχίσετε να πιστεύετε στο όραμα αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών που έχουμε στην καρδιά μας, η αλλαγή θα έρθει», λέει ο Μπαράκ Ομπάμα, την ώρα που τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων καταγράφουν την απογοήτευση των ψηφοφόρων έπειτα από τέσσερα χρόνια της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης από τη δεκαετία του 1930.
Οι συνομιλητές του τον περιγράφουν συγκρατημένο, εγκεφαλικό αλλά και πολύ ανταγωνιστικό, που απεχθάνεται να χάνει τόσο στην πολιτική, όσο και στο μπάσκετ. Ο Μπαράκ Ομπάμα βεβαιώνει ότι διατηρεί την ιερή φλόγα, παρά την κακή του επίδοση κατά τη διάρκεια της πρώτης τηλεοπτικής αναμέτρησης με τον Ρόμνεϊ, η οποία ήγειρε ερωτηματικά για την μαχητικότητα ενός πολιτικού ηγέτη που δεν τον αφορούν οι ίντριγκες της Ουάσινγκτον ούτε οι φλυαρίες των τηλεοπτικών δικτύων διαρκούς ενημέρωσης.
Ο Μπαράκ Χουσέιν Ομπάμα, γιος μίας Αμερικανίδας και ενός Κενυάτη, εμφανίσθηκε στο πολιτικό προσκήνιο κατά το συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος το 2004 στη Βοστόνη, το οποίο έδωσε το χρίσμα στον Τζον Κέρι για να αναμετρηθεί με τον Τζορτζ Μπους, υπερασπιζόμενος μία συναινετική προσέγγιση της πολιτικής που συνεγείρει και κάνει αίσθηση. Ο Μπαράκ Ομπάμα γεννήθηκε τον Αύγουστο 1961 στη Χαβάη. Το 2004 είναι ήδη επί επτά χρόνια εκπρόσωπος του νότιου τομέα του Σικάγο στην Γερουσία του Ιλινόι. Στις αρχές του 2005, εκλέγεται στην αμερικανική Γερουσία και χάρις στην χαρισματική του προσωπικότητα και την ευγλωττία του, γίνεται το αγαπημένο παιδί των μέσων ενημέρωσης.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, νικά την Χίλαρι Κλίντον, παίρνει το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος και στη συνέχεια θριαμβεύει επί του βετεράνου Ρεπουμπλικάνου Τζον Μακέιν και διαδέχεται στα 47 του χρόνια τον Τζορτζ Μπους στον Λευκό Οίκο. Οι ΗΠΑ επέλεξαν «την ελπίδα από τον φόβο», είπε ο Μπαράκ Ομπάμα κατά την ομιλία του μετά την ορκωμοσία στις 20 Ιανουαρίου 2009 ενώπιον δύο εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν συγκεντρωθεί στο κέντρο στην Ουάσινγκτον.
Ωστόσο, η άσκηση της εξουσίας είναι συχνά πηγή απογοήτευσης για τον απόφοιτο του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, δικηγόρο και καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, ιδιαίτερα από τότε που οι Ρεπουμπλικανοί εξασφάλισαν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων στο τέλος του 2010 και άρχισαν να εφαρμόζουν τις υποσχέσεις τους για την περικοπή των δαπανών χωρίς την αύξηση των φόρων.
Ο Μπαράκ Ομπάμα μπορεί να επιδείξει σεβαστό έργο, με την φιλόδοξη μεταρρύθμιση του συστήματος της υγείας. Όμως η ανεργία έχει αυξηθεί κατά 2,8% σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση και το ομοσπονδιακό χρέος έχει αυξηθεί κατά 50% από το 2009. Είναι ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που εκφράζει την υποστήριξή του προς τον γάμο των ομοφυλοφίλων, τερματίζει το ταμπού για τους ομοφυλόφιλους στον στρατό, αλλά δεν κατορθώνει να επιτύχει την υιοθέτηση μίας μεταρρύθμισης για τη μετανάστευση, ούτε το πρόγραμμα μετάβασης στην «πράσινη» ενέργεια.
Στην εξωτερική πολιτική, αυτός που τάχθηκε για πρώτη φορά το 2002 κατά του πολέμου στο Ιράκ, τήρησε την υπόσχεσή του στο τέλος του 2011 για την αποχώρηση των αμερικανών στρατιωτών. Αντίθετα, στο Αφγανιστάν τριπλασίασε τουλάχιστον για ένα χρόνο τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις για να υλοποιήσουν τον πόλεμο κατά της αλ Κάιντα, έναν στόχο που επεκτάθηκε στο γειτονικό Πακιστάν με τον μυστικό πόλεμο των μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Τον Μάιο 2011, θριάμβευσε με την επιχείρηση εξόντωσης του Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Όπως και όλοι οι προκάτοχοί του, δεν πέτυχε καμία πρόοδο στην αραβοϊσραηλινή διένεξη, η οποία περιπλέχτηκε από την αραβική άνοιξη, ούτε και στο θέμα της κρίσης με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Όλα αυτά με φόντο τις δύσκολες σχέσεις της Ουάσινγκτον με τη Μόσχα και το Πεκίνο. Ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της πρώτης παγκόσμιας υπερδύναμης 150 χρόνια μετά την κατάργηση της δουλείας και μισό αιώνα μετά την κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ο Μπαράκ Ομπάμα, τα μαλλιά του οποίου έχουν ασπρίσει πολύ από την εγκατάστασή του στον Λευκό Οίκο, προβάλλει την εικόνα ενός καθημερινού ανθρώπου με σκηνές μίας κανονικής ζωής, παίζοντας γκολφ, πίνοντας μπύρα και βγάζοντας βόλτα τον σκύλο του. Υπερηφανεύεται ότι σταματά τη δουλειά του για να δειπνήσει με την οικογένειά του, την εδώ και 20 χρόνια σύζυγό του και λαμπρή δικηγόρο Μισέλ Ομπάμα και τις δύο κόρες τους Μαλία, 14 ετών και Σάσα, 11 ετών.
Από την άλλη, είτε ο Μιτ Ρόμνεϊ γίνει είτε όχι ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ένα είναι σίγουρο: ο πολυεκατομμυριούχος πρώην επιχειρηματίας θα συμπληρώσει την ερχόμενη Τρίτη σχεδόν έξι χρόνια προεκλογικής εκστρατείας, μιας εκστρατείας την οποία έχει σηματοδοτήσει η έντονη επιθυμία να ξεφορτωθεί την εικόνα του απόμακρου άνδρα και του καιροσκόπου.
Στα 65 του χρόνια, ο μορμόνος πατέρας πέντε παιδιών, ο οποίος έχει γίνει 18 φορές παππούς, έχει πάρα πολλές επαγγελματικές επιτυχίες στο ενεργητικό του: είναι πτυχιούχος του Χάρβαρντ, ένας εξαιρετικά χαρισματικός σύμβουλος, ένας αξιοθαύμαστος διευθυντής, αυτός που έσωσε τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Σολτ Λέικ Σίτι το 2002 από την χρεοκοπία και επίσης ο Ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης της πολιτείας της Μασαχουσέτης από το 2003 ως το 2007.
Μόνον η πολιτική του επεφύλαξε κάποιες ατυχίες. Μια ήττα το 1994 όταν ήταν υποψήφιος για τη Γερουσία και μια πρώτη αποτυχημένη υποψηφιότητα για τις προεδρικές του 2008, την οποία εγκατέλειψε στις προκριματικές εκλογές απέναντι στον Τζον Μακέιν.
Ο Μιτ Ρόμνεϊ δεν έχει παύσει έκτοτε να είναι ο «υποψήφιος Ρόμνεϊ» και μια ήττα το βράδυ της 6ης Νοεμβρίου θα σημάνει αναμφίβολα το τέλος της ακαταπόνητης αυτής εκστρατείας του για να πείσει την Αμερική να αναδείξει στο ύπατο αξίωμα της χώρας αυτόν που έχει στο ενεργητικό του τόσες πολλές διασώσεις επιχειρήσεων. Ωστόσο τα εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια που έχουν δαπανηθεί σε διαφημίσεις δεν κατάφεραν ποτέ να τον απαλλάξουν από την εικόνα του επιφυλακτικού, ακόμη και άκαμπτου ανθρώπου, ούτε να σβήσουν από τη μνήμη τις πολλές ιδεολογικές του μεταβολές. Ο «πραγματικός» Ρόμνεϊ είναι ο αθεράπευτα μετριοπαθής, ο άλλοτε υποστηρικτής του δικαιώματος στην άμβλωση, τον οποίο εμπαίζανε οι αντίπαλοί του στις προκριματικές των Ρεπουμπλικάνων; Ή είναι ο εξτρεμιστής της δεξιάς που είναι βαθιά προσηλωμένος στις δρακόντειες δημοσιονομικές περικοπές;
Γεννηθείς το 1947 στο Ντιτρόιτ, την πρωτεύουσα του αυτοκινήτου στο Μίσιγκαν, στις βόρειες ΗΠΑ, ο Ουίλαρντ Μιτ Ρόμνεϊ έρχεται αντιμέτωπος με την πολιτική στα 15 του χρόνια, όταν συνοδεύει τον πατέρα του Τζορτζ στην επιτυχημένη προεκλογική του εκστρατεία για τη θέση του κυβερνήτη. Ο γιος Ρόμνεϊ θα δει αργότερα την αποτυχία του πατέρα του απέναντι στον Ρίτσαρντ Νίξον στις προκριματικές εκλογές του 1968. Την σύζυγό του, Αν Ντέιβις, την συναντάει το 1965. Εκείνη είναι μόλις 15 ετών. Οι δύο νεαροί ερωτευμένοι θα παντρευτούν το 1969 όταν επιστρέψει ο Ρόμνεϊ από την ιεραποστολή του στη Γαλλία για δυόμισι χρόνια: Χάβρη, Μπορντό και Παρίσι. Για τριάντα μήνες, ο Ρόμνεϊ εργάζεται από το πρωί ως το βράδυ για να προσηλυτίσει τους Γάλλους σε αυτήν την θρησκεία που προέρχεται από την Αμερική. Τον Ιούνιο του 1968, ένα αυτοκίνητο πέφτει πάνω στο Citroen DS που οδηγεί. Ένας χωροφύλακας τον κηρύσσει νεκρό. Η συνοδηγός του στο αυτοκίνητο πεθαίνει, αλλά ο Ρόμνεϊ γλιτώνει από το δυστύχημα.
Μόλις επιστρέφει, το ζευγάρι εγκαθίσταται στο Μπέλμοντ, κοντά στη Βοστόνη, στη Μασαχουσέτη, όπου ο Ρόμνεϊ μπαίνει στο καλύτερο πανεπιστήμιο στη χώρα, το Χάρβαρντ, από όπου παίρνει δύο μάστερ στη διοίκηση επιχειρήσεων και στο δίκαιο το 1975. Ως ανερχόμενο αστέρι στον τομέα των συμβούλων, εισέρχεται στον όμιλο Boston Consulting Group και στη συνέχεια στην Bain & Company το 1977, όπου εντυπωσιάζει τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο Μπιλ Μπέιν, ο οποίος του εμπιστεύεται τη διεύθυνση μιας νέας εταιρείας, της Bain Capital, το 1984.
Για 15 χρόνια, η Bain Capital αποφέρει πλούτο στον Μιτ Ρόμνεϊ και του χαρίζει τη φήμη του λαμπρού επιχειρηματία, την οποία επικαλείται σήμερα για να επιλύσει τα προβλήματα της χώρας. «Πέρασα τη ζωή μου στον ιδιωτικό τομέα, όχι στον δημόσιο. Είμαι ένας άνθρωπος που με την εμπειρία του θέλει να βοηθήσει τους Αμερικανούς», επαναλαμβάνει.
Οι τοποθετήσεις των κεφαλαίων της Bain Capital σημειώνουν μεγάλες επιτυχίες, όπως αυτή των καταστημάτων με έπιπλα γραφείου Staples, αλλά ορισμένες πολύ προσοδοφόρες για τους επενδυτές τους αναδιαρθρώσεις θα οδηγήσουν σε απολύσεις, οι οποίες θα ζημιώσουν τον απολογισμό του υποψηφίου για τις προεδρικές εκλογές.
Άλλη μια επιτυχία που εγγράφεται επίσης στο βιογραφικό του Ρόμνεϊ είναι όταν το 1999 εγκαταλείπει την Bain Capital για να αναλάβει τη διάσωση των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Σολτ Λέικ Σίτι το 2002, όπου επιτυγχάνει την αποκατάσταση της ισορροπίας των δημοσιονομικών τους.
Όμως ο Μιτ έχει και καρδιά και τα κοντινά του πρόσωπα κινητοποιήθηκαν κατά την προεκλογική του εκστρατεία για να περιγράψουν στους ψηφοφόρους τον «πραγματικό» Ρόμνεϊ: το πειραχτήρι, τον απερίσπαστο και ακέραιο άνθρωπο.
Οι προεκλογικές του συγκεντρώσεις ξεκινούν με μια ταινία με ανάμεικτα οικογενειακά βίντεο και συνεντεύξεις-εξομολογήσεις, στις οποίες ο Μιτ και η Αν διηγούνται με δάκρυα στα μάτια τα πρώτα τους ραντεβού, μιλούν για την σκλήρυνση κατά πλάκας της Αν και για τις δουλειές του ποδαριού που έκανε ο Μιτ για να βγάλει μερικά δολάρια.
Η γενναιοδωρία του Μιτ δεν είναι ψεύτικη, διηγούνται ο Σκοτ Χέλμαν και ο Μάικλ Κράνις στην βιογραφία που έγραψαν «Ο Πραγματικός Ρόμνεϊ» (The Real Romney).
Από το 1986 ως το 1994, ο Μιτ Ρόμνεϊ ηγείται του αντίστοιχου της επισκοπής για τους μορμόνους στην Βοστόνη, ένα αξίωμα διοικητικό και θρησκευτικό που τον οδηγεί να βοηθήσει τα μέλη του εκκλησιάσματός του.
Σε ιδιωτικό επίπεδο, αυξάνει τις αλτρουιστικές του πράξεις, χρηματοδοτώντας τις σπουδές των παιδιών μιας οικογένειας που έχει ανάγκη, ή ξαγρυπνώντας στο προσκέφαλο στο νοσοκομείο ενός μικρού αγοριού που είναι καταδικασμένο από τη λευχαιμία.
Όμως ο Ρόμνεϊ ασκεί επίσης πιέσεις σε μια ανύπανδρη μητέρα να εμπιστευτεί το παιδί που θα γεννήσει στην υπηρεσία υιοθεσιών της εκκλησίας, το οποίο αυτή αρνείται. Ο Μιτ Ρόμνεϊ ελπίζει τώρα πια στο επιστέγασμα της επιτυχημένης του πορείας: να γίνει ο πρώτος μορμόνος πρόεδρος των ΗΠΑ. Αυτό ήταν το μόνο αποτυχημένο στάδιο της σταδιοδρομίας του πατέρα του.